περιδίδωμι

περιδίδωμι
Α
μεσ. περιδίδομαι
στοιχηματίζω («τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος» — ας βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα ή έναν λέβητα, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + δίδωμι «δίνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περίδοση — η / περίδοσις, όσεως, ΝΜΑ [περιδίδωμι] το να στοιχηματίζει κάποιος, το στοίχημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”